στρεψηλάκατος

στρεψηλάκατος
-ον, Α
(ως προσωνυμία τών δαιμόνων) αυτός που περιστρέφει την ηλακάτη, τη ρόκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψ- τού αόρ. -στρεψ-α τού στρέφω + ἠλακάτη (πρβλ. χρυσ-ηλάκατος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στρεψηλακάτους — στρεψηλάκατος turning the spindle masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”